σταβλάρχης

σταβλάρχης
και οταυλάρχης, ο, Ν
1. στρ.
βαθμοφόρος υπεύθυνος για την εποπτεία τών στάβλων
2. αξιωματούχος βασιλικής Αυλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάβλος + -άρχης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σταβλάρχης — ο ο επικεφαλής στους στάβλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοντόσταυλος — Τίτλος ανώτατων αυλικών και στρατιωτικών αξιωματούχων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και των φραγκικών κρατών. Οι βυζαντινοί κ. συγκαταλέγονταν μεταξύ των ανώτατων τιτλούχων της βυζαντινής ιεραρχίας και απολάμβαναν διάφορα προνόμια, αλλά σταδιακά ο …   Dictionary of Greek

  • μεραχούρης — μεραχούρης, ὁ (Μ) οθωμανός αξιωματούχος, σταβλαρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αμιραχούρης (< αραβοπερσοτουρκ. amir i ahur)] …   Dictionary of Greek

  • σταυλάρχης — Ανώτερος Γάλλος αξιωματούχος. Την εποχή των Φράγκων, ήταν αρχικά ένας κοινός υπηρέτης της αυλής. Στα χρόνια των Καπέτων ο ρόλος του ενισχύθηκε και αποτελούσε έναν από τους πέντε ανώτερους αξιωματούχους του βασιλείου. Εκείνη την εποχή και οι… …   Dictionary of Greek

  • Αρετίνο, Πιέτρο — (Pietro Aretinο, Αρέτσο 1492 – Βενετία 1556). Φιλολογικό ψευδώνυμο τουΙταλού συγγραφέα Πιέτρο ντελ Τούρα. Γιος του Λούκα ντελ Τούρα, τσαγκάρη, και της Μαργκερίτα Μπόντσι, από φτωχή αλλά όχι άσημη οικογένεια, άλλαξε το πατρικό του όνομα, όταν o… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”